αναξιόλογος

αναξιόλογος
-η, -ο
ο ανάξιος λόγου, ο ασήμαντος: Η συμβολή του στην υπόθεση αυτή ήταν αναξιόλογη.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἀναξιόλογος — inconsiderable masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αναξιόλογος — η, ο (AM ἀναξιόλογος, ον) [ἀξιόλογος] ο μη αξιόλογος, ο ανάξιος λόγου, ασήμαντος, μηδαμινός …   Dictionary of Greek

  • ἀναξιόλογον — ἀναξιόλογος inconsiderable masc/fem acc sg ἀναξιόλογος inconsiderable neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναξιολόγοις — ἀναξιόλογος inconsiderable masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναξιολόγῳ — ἀναξιόλογος inconsiderable masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναξιόλογα — ἀναξιόλογος inconsiderable neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -λογος — (AM λογος) β συνθετικό πολλών προπαροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, στα οποία ο λόγος, με τη σημασία τής ομιλίας, επέχει θέση αντικειμένου τού α συνθετικού, που είναι ρήμα (φιλόλογος «φιλώ τον λόγο», δωσίλογος… …   Dictionary of Greek

  • γελοίος — α, ο (AM γελοῑος, α, ον, Α και γέλοιος, α, ον) 1. αυτός που προκαλεί γέλιο, άξιος για γέλια 2. άξιος για περιφρόνηση, αναξιόλογος 3. το ουδ. ως ουσ. το γελοίο η γελοιότητα αρχ. 1. (για πρόσωπα) κωμικός, αστείος, περιπαικτικός 2. (για… …   Dictionary of Greek

  • κολαβρίζω — (Α) [κόλαβρος] 1. χορεύω τον κολαβρισμό* 2. παθ. κολαβρίζομαι χλευάζομαι, σκώπτομαι, ατιμάζομαι, θεωρούμαι αναξιόλογος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”